παραπληγία — η (ιατρ.), παράλυση των κάτω άκρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπληγικός — και παραπληκτικός, ή, ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, ή, όν, ΝΑ [παραπληγία / παραπληξία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία 2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek
παράπληκτος — η, ο / παράπληκτος, ον, δωρ. τ. παράπλακτος, ον, ΝΜΑ [παραπλήσσω] νεοελλ. αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον με μανιώδη τρόπο, με μανία αρχ. 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
λαθυρισμός — ο ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση τών καρπών τού φυτού λαθούρι, ένα είδος τού οποίου είναι η φάβα, και η οποία εκδηλώνεται με σπαστική παραπληγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lathyrisme < νεολατ. lathyrus (< λάθυρος)… … Dictionary of Greek
μυελομηνιγγοκήλη — η ιατρ. ανοιχτή μορφή δισχιδούς ράχεως, διαμαρτίας διάπλασης που χαρακτηρίζεται από τοπικά περιορισμένη ανωμαλία στην ανάπτυξη τής σπονδυλική στήλης, κατά την οποία ο σάκος τών μηνίγγων περιέχει και μια ποσότητα νευρικού ιστού και η διαμαρτία… … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
παραπληξία — παραπληξία, ή, ΝΜΑ βλ. παραπληγία … Dictionary of Greek